κατσικόδρομος

κατσικόδρομος
ο
1. στενό δρομάκι κατάλληλο για να περάσουν μόνο τα κατσίκια.
2. δρομάκι που σχημάτισαν οι κατσίκες με το πέρασμά τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατσικόδρομος — ο στενό και δύσβατο μονοπάτι …   Dictionary of Greek

  • γιδόδρομος — ο δρόμος ορεινός, ανώμαλος και δύσβατος, στον οποίο μόνον γίδια μπορούν να βαδίσουν, κατσικόδρομος …   Dictionary of Greek

  • γιδόδρομος — ο δρόμος στενός και δύσβατος, κατσικόδρομος, γιδόστρατα: Το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να περάσει από το γιδόδρομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”